σπονδύλη

Revision as of 07:30, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

σπονδ-ύλιον, σπονδ-ύλιος, σπονδ-υλώδης, σπονδύλος,

   A v. σφονδ-.

German (Pape)

[Seite 924] ἡ, s. das att. σφονδύλη.

Greek (Liddell-Scott)

σπονδύλη: -ύλιον, -ύλιος, -υλώδης, -ῠλος, ἴδε σφονδ-.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. σφονδύλη.

Greek Monotonic

σπονδύλη: σπόνδῠλος, βλ. σφονδ-.

Frisk Etymological English

σπόνδυλος See also: s. σφονδ-.