κωμῴδημα

Revision as of 14:12, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|" to "|")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A matter for comedy, τὰ τοῦ γέλωτος κ. laughter such as comedy produces, Pl.Lg.816d.

German (Pape)

[Seite 1545] τό, Verspottung, Verhöhnung, wie in der alten attischen Comödie, Plat. Legg. VII, 816 d.

Greek (Liddell-Scott)

κωμῴδημα: τό, ὑπόθεσις κωμῳδίας, ὕλη πρὸς κωμῴδησιν, τὰ τοῦ γέλωτος κ., γέλως οἷον τὰ κωμῳδήματα ἐγείρουσι, Πλάτ. Νόμ. 816D.

Greek Monolingual

κωμῴδημα, τὸ (Α) κωμωδώ
αυτό που διακωμωδείται.

Russian (Dvoretsky)

κωμῴδημα: ατος τό комедийная шутка, осмеяние, насмешка: τὰ τοῦ γέλωτος κωμῳδήματα Plat. возбуждающее смех содержание комедии.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωμῴδημα -ατος, τό [κωμῳδέω] spotternij:. τὰ τοῦ γέλωτος κωμῳδήματα lachwekkende spotternijen Plat. Lg. 816d.