κωμῴδημα

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμῴδημα Medium diacritics: κωμῴδημα Low diacritics: κωμώδημα Capitals: ΚΩΜΩΔΗΜΑ
Transliteration A: kōmṓidēma Transliteration B: kōmōdēma Transliteration C: komodima Beta Code: kwmw/|dhma

English (LSJ)

-ατος, τό, matter for comedy, τὰ τοῦ γέλωτος κ. laughter such as comedy produces, Pl.Lg.816d.

German (Pape)

[Seite 1545] τό, Verspottung, Verhöhnung, wie in der alten attischen Comödie, Plat. Legg. VII, 816 d.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωμῴδημα -ατος, τό [κωμῳδέω] spotternij:. τὰ τοῦ γέλωτος κωμῳδήματα lachwekkende spotternijen Plat. Lg. 816d.

Russian (Dvoretsky)

κωμῴδημα: ατος τό комедийная шутка, осмеяние, насмешка: τὰ τοῦ γέλωτος κωμῳδήματα Plat. возбуждающее смех содержание комедии.

Greek (Liddell-Scott)

κωμῴδημα: τό, ὑπόθεσις κωμῳδίας, ὕλη πρὸς κωμῴδησιν, τὰ τοῦ γέλωτος κ., γέλως οἷον τὰ κωμῳδήματα ἐγείρουσι, Πλάτ. Νόμ. 816D.

Greek Monolingual

κωμῴδημα, τὸ (Α) κωμωδώ
αυτό που διακωμωδείται.