ζῳωτός

Revision as of 14:15, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "|" to "|")

English (LSJ)

(with ι, Inscrr., v. infr.), ή, όν, also ός, όν Charesap.Ath. 12.538d: (ζῷον):—

   A adorned with figures, φαρέτρα IG11(2).161 B100 (Delos, iii B.C.); χιτών Callix.2; ἐφαπτίς Plb.30.25.10; σκύφος OGI 214.54(iii B.C.); αὐλαῖαι Chares l.c.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳωτός: -ή, -όν, ὡσαύτως ός, όν, Ἀθην. 538D· (ζωόομαι)· ― εἰργασμένος ἢ πεποικιλμένος δι’ εἰκόνων ζῴων, χιτὼν ὁ αὐτ. 197Ε· ἐφαπτὶς Πολύβ. 31. 3, 10· σκύφος Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 55· ― οὕτω παρὰ Πλαύτῳ, belluata tapetia· πρβλ. ἀνθεμωτός, στρουθωτός, κλ.

Russian (Dvoretsky)

ζῳωτός: [adj. verb. к ζῳόω оживлять] покрытый изображениями животных или расшитый рисунками (ἐφαπτις Polyb.).