τό, Dim. of ᾠόν, Theognost.Can.127;
A ωοιφια εικοσι PLond. 2.335.19 (ii A. D.).
τὸ, Μυποκορ. του ᾠόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + υποκορ. κατάλ. -ύφιον (πρβλ. ζω-ΰφιον)].