φροντιστήριον

Revision as of 20:45, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

τό,

   A place for meditation, thinking-shop, ψυχῶν σοφῶν φ., of Socrates' school, Ar.Nu.94, al.; monastic community of Indian sages, Philostr.VA3.50, 6.6: generally, school, study, Luc.Ner.1, Poll.4.41; lecture-room, auditorium, Procop.Gaz.Ep.114.    2 = Lat. Curia (as if from cura), D.C.Fr.5.8.    3 law-court, PLips.38.14 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1309] τό, ein Ort, wo gedacht, geforscht wird, komisch bei Ar. Nubb. 94. 128 von der Denkerei oder der Studirstube des Sokrates; Studirzimmer auch Luc. Nero 2; Hörsaal, Schule; – D. Cass. übersetzt so das röm. curia.

Greek (Liddell-Scott)

φροντιστήριον: τό, τόπος πρὸς μελέτην, μελετητήριον, οἱονεὶ ἐργαστήριον φροντίδων ἢ σκέψεων, ὡς καλεῖται ἡ κατὰ φαντασίαν σχολὴ τοῦ Σωκράτους ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 94, 128, 142, 181, 1487· ― καθόλου, σχολή, σπουδαστήριον, Λουκ. Νέρ. 1, Πολυδ. Δϳ, 41. 2) Δίων ὁ Κάσ. συνήθως δι’ αὐτοῦ μεταφράζει τὸ Ῥωμαϊκὸν Curia, (ὅπερ ἐτυμολογεῖ ἐκ τοῦ cura), Ἐκλογ. 1. 36. 3) μοναστήριον, Εὐαγγ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 21· φρ. μοναχῶν Ἰω. Γενέσ. 70. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de méditation ; cabinet de travail, salle d’étude (cogito-pensoir).
Étymologie: φροντίζω.

Greek Monotonic

φροντιστήριον: τό, μέρος για μελέτη, μελετητήριο, σχολείο, σε Αριστοφ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φροντιστήριον: τό
1) место для размышлений Arph.;
2) комната для занятий, рабочий кабинет Luc.