μελετητήριον

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελετητήριον Medium diacritics: μελετητήριον Low diacritics: μελετητήριον Capitals: ΜΕΛΕΤΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: meletētḗrion Transliteration B: meletētērion Transliteration C: meletitirion Beta Code: melethth/rion

English (LSJ)

τό,
A place for practice, Plu.Dem.8.
II instrument for practising, Anaxandr.15.2.

German (Pape)

[Seite 122] τό, Übungsort, Plut. Dem. 7; auch ein Instrument, auf welchem man sich übt, Hesych.; vgl. Alexandrid. bei Ath. XIV, 638 c.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu d'exercice.
Étymologie: μελετάω.

Russian (Dvoretsky)

μελετητήριον: τό место для упражнений, учебная площадка Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μελετητήριον: τό, τόπος μελέτης, ἀσκήσεως, Πλουτ. Δημοσθ. 8. ΙΙ. ὄργανόν τι πρὸς ἄσκησιν, Ἀναξανδρίδ. ἐν Ἡρακλεῖ 1, - παρ’ Ἡσυχ.: «μελετητήριον· οἶκος, ἢ ὄργανον ἐν ᾧ τις μελετᾷ· ἢ σχολεῖον».

Greek Monotonic

μελετητήριον: τό (μελετάω), τόπος εξάσκησης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μελετητήριον, ου, τό, μελετάω
a place for practice, Plut.