μοναστήριον
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
German (Pape)
[Seite 201] τό, Ort zum einsamen Leben, Kloster, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
μοναστήριον: τό, μονήρης κατοικία, Φίλων 2. 475· ― μοναστήριον, κατοικία μοναχῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 8729, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
μοναστήριον, τὸ (ΑΜ)
βλ. μοναστήρι.