αὐτοκτονέω

Revision as of 19:32, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

English (LSJ)

   A slay one another, restored in S.Ant. 56 for the f.l. αὐτοκτενοῦντε.

German (Pape)

[Seite 398] sich selbst od. gegenseitig morden, Aesch. Sept. 716, wie Soph. Ant. 56 aus Emendation, denn αὐτοκτενοῦντε ist sprachwidrig gebildet; s. Lob. zu Phryn. 623.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκτονέω: κτείνω ἰδίᾳ χειρί, ἀδελφὼ δύο μίαν καθ’ ἡμέραν αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω μόρον κοινὸν κατειργάσαντ’ ἐπαλλήλοιν χεροῖν Σοφ. Ἀντ. 56, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. Ἡ τῶν χειρογρ. γραφὴ εἶναι αὐτοκτενοῦντε καὶ αὐτοκτενοῦντες· ὁ Κοραῆς ἐν Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Β΄, σ. 7 λέγει: «ἀναγνωστέον αὑτοκτονοῦντε (ὅ ἐστιν ἑαυτοκτονοῦντε, ἤγουν ἀλληλοκτονοῦντε), ὀμικρογραφοῦντας τὴν τρίτην ἀπὸ τέλους».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. part. prés.
s’entrégorger.
Étymologie: αὐτοκτόνος.

Spanish (DGE)

darse muerte por sí mismo, matarse mutuamente ἀδελφὼ δύο ... αὐτοκτονοῦντες S.Ant.56.

Greek Monotonic

αὐτοκτονέω: μέλ. -ήσω, σκοτώνω τον εαυτό μου, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοκτονέω: убивать друг друга (ἀδελφὼ δύο αὐτοκτονοῦντε Soph.).