κολῳάω

Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

English (LSJ)

(κολῳός)

   A brawl, scold, Il.2.212; Ion. κολῳέω Antim.37.

German (Pape)

[Seite 1476] lärmen, schelten, Il. 2, 212, vom Thersites; s. Buttmann Lexil. I p. 158 ff. – Vgl. κολῳός u. κολοιάω.

Greek (Liddell-Scott)

κολῳάω: (κολῳὸς) ἐρίζω μεγαλοφώνως, «μαλλώνω», ποιῶ θόρυβον, ὀνειδίζω, Ἰλ. Β. 212· Ἰων. κολῳέω, Ἀντίμαχος παρ’ Εὐσταθ. 205, 6. (Διάφορον τοῦ κολοιάω).

French (Bailly abrégé)

-ῳῶ;
pousser un cri rauque.
Étymologie: κολοιός.

English (Autenrieth)

(κολῳός), ipf. ἑκολῴᾶ: bawl, Il. 2.212†.

Greek Monotonic

κολῳάω: (κολῳός), διαπληκτίζομαι, καβγαδίζω, κατσαδιάζω, αποπαίρνω, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κολῳάω: кричать, орать (Θερσίτης ἐκολῴα Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολῳάω [κολοιός] kraaien, schetteren.