μελισσοβότανον

Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

English (LSJ)

τό,

   A balm, Melissa officinalis, Sch. Theoc.4.25.

German (Pape)

[Seite 124] τό, Bienenkraut, Melisse, Schol. Theocr. 4, 25, heißt auch μελισσόφυλλον, auch μελίταινα.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοβότᾰνον: τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. apiastrum, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 4. 25· ὡσαύτως: μελισσό- ἢ μελίφυλλον, μελίτταιναμελίκταινα, μέλινον.