μέλινον

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλινον Medium diacritics: μέλινον Low diacritics: μέλινον Capitals: ΜΕΛΙΝΟΝ
Transliteration A: mélinon Transliteration B: melinon Transliteration C: melinon Beta Code: me/linon

English (LSJ)

τό, = μελισσόφυλλον, dub. in Varro RR3.16.

German (Pape)

[Seite 123] τό, = μελίταινα, Bienenkraut, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mélisse, plante.
Étymologie: μέλι.

Greek (Liddell-Scott)

μέλινον: τό, = μελισσοβότανον, Varro R. R. 3. 16.

Greek Monolingual

μέλινον, τὸ (Α)
το μελισσόφυλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αμάρτυρου επιθέτου μέλινος (< μελί)].