ὦρος
English (LSJ)
(A), ὁ,
A = ἄωρος (C), sleep, Call.Fr.150 (cf. PSI11.1218a28); = ἡ νύξ, Hsch.; cf. ὤριος (B).
ὦρος (B), ὁ, Dor. for ὄρος (q. v.).
German (Pape)
[Seite 1415] ὁ, 1) poet. zsgzgn statt ἄωρος, der Schlaf, Callim. fr. 150. – 2) die Nacht, Mein. Euphor. p. 126. τό, dor. statt ὄρος, ion. οὖρος, der Berg.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
sommeil.
Étymologie: contr. de ἄωρος².
2ους (τό) :
dor. c. ὄρος.
Greek Monotonic
ὦρος: -εος, τό, Δωρ. αντί ὄρος, βουνό, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὦρος: εος τό дор. Theocr. = ὄρος.