δευτερότοκος

Revision as of 12:43, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfanté le second, puiné CHRYS 6.356.
Étymologie: δεύτερος, τίκτω.

Spanish (DGE)

-ον
segundogénitode un hijo, op. πρωτότοκος Didym.M.39.836C, Chrys.M.48.929.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (AM δευτερότοκος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε δεύτερος, μετά τον πρωτότοκο.
(II)
δευτερότοκος, η (AM)
αυτή που γέννησε δεύτερη φορά.