συρικτής

Revision as of 11:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A v. συριστής.

German (Pape)

[Seite 1040] ὁ, dor. statt συριστής; ἀκρεμόνες συρικταί Antist. 1 (VI, 237); Arist. probl. 18, 6.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και συριγκτής Μ, και συριστής και συρίγκτης και δωρ. τ. συρικτάς Α συρίζω (Ι)]
1. αυτός που παίζει τη σύριγγα, αυλητής
2. (για αυλό) αυτός που συρίζει, που παίζει («δόνακα, ἡδὺν συριστῆρα», Ανθ. Παλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «γέρανος ἄρρην».

Greek Monotonic

σῡρικτής: -οῦ, Δωρ. -τάς, -ᾶ, , = συριστής, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

σῡρικτής: дор. σῡρικτάς, οῦ ὁ играющий на сиринге Arst., Theocr., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρικτής -οῦ, ὁ [συρίζω] panfluitspeler.

Middle Liddell

= συριστής, Theocr.]