συρικτάς

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Russian (Dvoretsky)

σῡρικτάς: οῦ ὁ дор. = συρικτής.