σοβάς

Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

English (LSJ)

άδος, ἡ, poet. fem. of σοβαρός, of bacchanals and courtesans,

   A insolent, capricious, Eup.344, cf. Ph.1.568, 2.266.    II ἡ σοβάς, a kind of dance, Ath.14.629f.

German (Pape)

[Seite 912] άδος, ἡ, bes. poet. fem. zu σοβαρός, heftig, ungestüm im Gange, von Bacchantinnen; eitel, hoffährtig, Eupolis bei Schol. Ar. Pax 812; bei Ath. XIV, 629 f ein komischer Tanz; Hesych. erkl. ὑπερήφανοι, ἄστατοι, μαινόμεναι.

Greek (Liddell-Scott)

σοβάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. τοῦ σοβαρός, ἐπὶ βακχῶν καὶ ἑταιρῶν, αὐθάδης, ἀναιδής, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 62. ΙΙ. ἡ σοβάς, εἶδος ὀρχήσεως, Ἀθήν. 629F. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ὑπερήφανοι. ἄστατοι. μαινόμενοι».

Greek Monolingual

(I)
-άδος, ἡ, Α
1. (για βάκχες και εταίρες) αυθάδης, αναιδής
2. είδος χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβῶ + κατάλ. -άς, -άδος].
(II)
και σουβάς, ὁ, Ν
(οικοδ.) (κν. ονομ.) το επίχρισμα τοίχου, αλλ. αμμοκονίαμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siva].