σάραξ

Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

English (LSJ)

(A), ακος, ὁ, a long, flowing garment, Lyd.Mag.1.12.
σάραξ (B), =

   A tinea, Gloss.

Greek Monolingual

(I)
-ακος, ἡ, Α
δέρμα και, ιδίως, ένδυμα μακρύ που ρίχνονταν από τους ώμους («σάρακας... θηρείους ἐξ ὤμων ἄνωθεν ἔως κνημῶν ἐξηρτημένας περιετίθεντο», Ιωάνν. Λυδ.).
(II)
-ακος, ὁ, Α
ο σκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. < σήρ «σκουλήκι», ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή < ιταλ. saracco «καταστρέφω»].