Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ο, ΝΜτο σαράκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < σάραξ κατά τα αρσ. σε -ας].