στροφύλι

Revision as of 12:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
το, Ν
βλ. στέμφυλο.
(II)
το, Ν
το γνωστό με τη λόγια ονομασία τριγωνίσκος φυτό, παρόμοιο με το τριφύλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως].