Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
ο, Ντριγωνέλ(λ)α.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνο + υποκορ. κατάλ. -ίσκος(πρβλ. νεανίσκος)].