τριγωνίσκος

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

ο, Ν
τριγωνέλ(λ)α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνο + υποκορ. κατάλ. -ίσκος
(πρβλ. νεανίσκος)].