ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
ο, Ντριγωνέλ(λ)α.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίγωνο + υποκορ. κατάλ. -ίσκος(πρβλ. νεανίσκος)].