ἄθελκτος

Revision as of 12:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A implacable, A.Supp.1055, Lyc.1335.

German (Pape)

[Seite 45] nicht zu besänftigen, Aesch. Suppl. 1041 ποιναί Lyc. 1335.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inflexible.
Étymologie: ἀ, θέλγω.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers.
1 no hechizado ἀφάρμακτοι καὶ ἄθελκτοι Procl.in Alc.258.
2 que no se deja seducir, indoblegable σὺ δὲ θέλγοις ἂν ἄθελκτον A.Supp.1055, πόσις Hymn. en GDRK 56.45.
II implacable εἰ Κύκλωπος εἶχον ... ψυχὴν ἄθελκτον Trag.Adesp.665.29, ποινὰς ἀθέλκτους θ' ἁρπαγὰς διζήμεναι buscando venganzas e implacables saqueos Lyc.1335.

Greek Monotonic

ἄθελκτος: -ον (θέλγω), άκαμπτος, άτεγκτος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄθελκτος: неумолимый (ὁ μέγας Ζεύς Aesch.).

Middle Liddell

θέλγω
implacable, Aesch.