αἰωρητός

Revision as of 12:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

όν,

   A hanging, AP5.203 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰωρητός: -ή, -όν, = μετέωρος, κρεμάμενος, περιιπτάμενος, Ἀνθ. Π. 5. 204.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tenu en l’air, suspendu.
Étymologie: αἰωρέω.

Spanish (DGE)

-όν colgado ἱστία AP 5.204 (Mel.).

Greek Monotonic

αἰωρητός: -όν, ρημ. επίθ. του αἰωρέω, αυτός που αιωρείται, μετέωρος, κρεμασμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αἰωρητός: [adj. verb. к αἰωρέω висящий, висячий (ἱστία Anth.).

Middle Liddell

verb. adj. of αἰωρέω
a hovering, Anth.