ἰοβολέω

Revision as of 12:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

[ῑ],

   A shoot arrows, dart, A.R.4.1440, AP5.187 (Leon.); ἐς ἐμὴν κραδίην ib.5.9 (Alc.).    II emit poison, Gp.2.47.12.

German (Pape)

[Seite 1255] mit Pfeilen schießen; Alc. Mess. 4 (V, 10); τόξοις Ap. Rh. 4, 1440. – Gift von sich geben, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοβολέω: ῑ, ῥίπτω βέλη, τοξεύω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1440, Ἀνθ. Π. 5. 188· ἐς ἐμὴν κραδίην αὐτόθι 5. 10· ΙΙ. ῥίπτω ἰόν, χύνω δηλητήριον, μυγαλαὶ ἰοβολοῦσαι Γεωπ. 2. 47, 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 lancer des traits;
2 jeter du venin.
Étymologie: ἰοβόλος.

Greek Monotonic

ἰοβολέω: [ῑ], ρίχνω βέλη, τοξεύω, εκτοξεύω, εξακοντίζω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰοβολέω: (ῑ) пускать стрелы, стрелять (ἐς κραδίην τινός Anth.).

Middle Liddell

ἰ¯οβολέω,
to shoot arrows, dart, Anth. [from ἰ¯οβόλος]