εξακοντίζω

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual

(AM ἐξακοντίζω) ακοντίζω
1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω («ὁ ἥλιος ἐξακοντίζει τὶς ἀχτίδες του»)
2. (για λόγια) απευθύνω με παρρησία ή με αναίδεια («εξακόντισε βαριά κατηγορία»)
αρχ.
1. χτυπώ από απόσταση
2. ρίχνω ακόντιο
3. φεύγω γρήγορα, με ταχύτητα ακοντίου
4. τεντώνω ζωηρά («γενείου χείρας ἐξηκόντισα», Ευρ.)
5. εξαπολύω, αναδίδω
6. διακηρύσσω, διαλαλώ («ἀλλὰ τὶ τοὺς Ὀδυσσέως ἐξακοντίζω πόνους», Ευρ.).