αἱματοπώτης

Revision as of 12:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A blood-drinker, blood-sucker, Ar.Eq. 198:—fem. αἱμᾰτο-πῶτις, ιδος, Man.4.616.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτοπώτης: -ου, ὁ πίνων, ῥοφῶν αἷμα, Ἀριστοφ. Ἱπ. 198· κατὰ θηλ. αἱματοπῶτις, ιδος, Μανέθ. 4. 616.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui boit ou suce le sang.
Étymologie: αἷμα, πέπωκα pf. de πίνω.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτοπώτης) -ου

• Alolema(s): αἱματοπότης Hdn.Gr.3(2).496.22, Anecd.Ludw.70.6, 190.9
bebedor o chupador de sangre δράκων Ar.Eq.198, c. juego de palabras tb. de una morcilla ἀλλᾶς Ar.Eq.208, cf. Hdn.Gr.l.c., Sch.Lyc.796S., Anecd.Ludw.ll.cc.

Greek Monotonic

αἱμᾰτοπώτης: -ου, ὁ (πίνω), αυτός που πίνει, που ρουφά το αίμα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτοπώτης: пьющий кровь (δράκων Arph.).

Middle Liddell

πίνω
a blood-drinker, Ar.