κατακληρόω

Revision as of 12:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

= foreg. 2, D.S. 13.2 codd., PSI4.344 (iii B. C.):—Med.,

   A receive as one's portion, Plu.Pomp.41; draw the lot, LXX 1 Ki.14.42; but also ὃν ἂν κατακληρώσηται κύριος, ἀποθανέτω ibid.

German (Pape)

[Seite 1353] durchs Loos vertheilen oder erhalten, Σικελίαν D. Sic. 13, 2. – Med. sich durchs Loos zutheilen lassen, erlangen, Plut. Pomp. 41.

Greek (Liddell-Scott)

κατακληρόω: διανέμω, ὡς τὸ προηγούμ., Διόδ. 13. 2. ―Μέσ., λαμβάνω τὸ μερίδιόν μου, Πλουτ. Πομπ. 41· λαμβάνω κλῆρον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΔ΄, 42).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
distribuer ou attribuer par la voie du sort;
Moy. κατακληρόομαι-οῦμαι;
1 obtenir comme part, se faire attribuer, acc.;
2 tirer ou désigner par la voie du sort.
Étymologie: κατά, κληρόω.

Greek Monotonic

κατακληρόω: μέλ. -ώσω, διανέμω σε μερίδια, σε μερίδες — Μέσ., λαμβάνω το μερίδιό μου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατακληρόω:
1) разделять по жребию (Σικελίαν Diod.);
2) med. получать по жребию (τὰ πάντα πράγματα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κληρόω med. toegewezen krijgen.