κατακληρόω
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
English (LSJ)
= κατακληρουχέω (receive as one's portion, divide among, portion out, assign as a portion) 2, DS. 13.2 codd., PSI 4.344 (iii BC) ; — Med., receive as one's portion, Plu. Pomp. 41 ; draw the lot, LXX 1Ki. 14.42 ; but also ὃν ἂν κατακληρώσηται κύριος, ἀποθανέτω ibid.
German (Pape)
[Seite 1353] durchs Loos verteilen oder erhalten, Σικελίαν D. Sic. 13, 2. – Med. sich durchs Loos zuteilen lassen, erlangen, Plut. Pomp. 41.
French (Bailly abrégé)
κατακληρῶ :
distribuer ou attribuer par la voie du sort;
Moy. κατακληρόομαι, κατακληροῦμαι;
1 obtenir comme part, se faire attribuer, acc.;
2 tirer ou désigner par la voie du sort.
Étymologie: κατά, κληρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κληρόω med. toegewezen krijgen.
Russian (Dvoretsky)
κατακληρόω:
1 разделять по жребию (Σικελίαν Diod.);
2 med. получать по жребию (τὰ πάντα πράγματα Plut.).
Greek Monotonic
κατακληρόω: μέλ. -ώσω, διανέμω σε μερίδια, σε μερίδες — Μέσ., λαμβάνω το μερίδιό μου, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κατακληρόω: διανέμω, ὡς τὸ προηγούμ., Διόδ. 13. 2. ―Μέσ., λαμβάνω τὸ μερίδιόν μου, Πλουτ. Πομπ. 41· λαμβάνω κλῆρον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΔ΄, 42).
Middle Liddell
fut. ώσω
to portion out:—Mid. to receive as one's portion, Plut.