αἰγιαλίτης
English (LSJ)
ου, ὁ, fem. αἰγιαλ-ῖτις, ιδος
A, ψῆφοι Str.4.1.7; Πάν AP10.10 (Arch. Jun.); γῆ POxy.918 (ii A. D.)
Greek Monotonic
αἰγιᾰλίτης: -ου, ὁ, θηλ. -ῖτις, -ιδος, αυτός που συχνάζει στην παραλία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αἰγιᾰλίτης: ου (λῑ) adj. m живущий на морском побережье (Πάν, Πρίηπος Anth.).