ἀκατάκριτος

Revision as of 12:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A uncondemned, Act.Ap.16.37, 22.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάκρῐτος: -ον, ὁ μὴ κατακριθείς, Πράξ. Ἀποστ. ιϛ΄, 37., κβ΄, 25. - Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non condamné.
Étymologie: ἀ, κατακρίνω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no juzgado, no condenado εἰ ἄνθρωπον Ῥωμαῖον καὶ ἀκατάκριτον ἔξεστιν ὑμῖν μαστίζειν; ¿podéis azotar a un ciudadano romano y sin que haya sido juzgado?, Act.Ap.22.25, cf. 16.37.
2 no condenable ἀ. ὁ ἐσθίων καὶ πίνων διὰ τὴν πίστιν Pall.H.Laus.proem.13.
II adv. -ως sin ser juzgado Dion.Ar.EH 118.1, Marc.Er.Leg.73.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of κατακρίνω; without (legal) trial: uncondemned.

English (Thayer)

(κατακρίνω), uncondemned; punished without being tried: Acts 22:25. (Not found in secular writings.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάκριτος, -ον) κατακρίνω
1. αυτός που δεν έχει καταδικαστεί
2. που δεν κατηγορήθηκε ή δεν μπορεί να κατακριθεί για τίποτέ
3. επίρρ. ἀκατακρίτως
χωρίς κατάκριση, ελεύθερα, άφοβα
«ἀκατακρίτως τολμᾱν ἐπικαλεῑσθαί σε» (Ιω. Χρυσόστομος).

Greek Monotonic

ἀκατάκρῐτος: -ον (κατακρίνω), αυτός που δεν καταδικάσθηκε, που δεν κατακρίθηκε, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀκατάκρῐτος: несудимый: ἀκατάκριτόν τινα μαστίζειν NT бичевать кого-л. без суда.

Middle Liddell

κατακρίνω
uncondemned, NTest.