κατάκριση

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source

Greek Monolingual

η (AM κατάκρισις) κατακρίνω
κατηγορία, επιτίμηση, μομφή, επίκριση («με αυτά που κάνει έχει την κατάκριση του κόσμου»)
μσν.-αρχ.
η καταδίκη
αρχ.
κρίση, γνώμη.