κεραοῦχος

Revision as of 13:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον, (ἔχω)

   A = κεροῦχος 1, AP6.10 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1421] = κεροῦχος, Hörner habend, gehörnt, βωμός Antp. Sid. 12 (VI, 10).

Greek (Liddell-Scott)

κεραοῦχος: -ον, (ἔχω) = κεροῦχος, Ἀνθ. Π. 6. 10.

Greek Monolingual

κεραοῡχος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα, κερούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -oῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

κεραοῦχος: -ον (ἔχω) = κεροῦχος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κεραοῦχος: украшенный рогами (βωμός Anth.).

Middle Liddell

κερα-οῦχος, ον [ἔχω] = κεροῦχος, Anth.]