κερούχος
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Greek Monolingual
-ο (Α κεροῦχος, -ον, Α θηλ. και κερουχίς, -ίδος)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερούχος
σχοινί ή σύσπαστο μεταξύ κέρατος και στήλης ιστού, για να συγκρατεί το κέρας στη θέση του
αρχ.
1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος (α. «αἴξ κεροῦχος», Βαβρ.
β. «αἶγες ἐμοὶ θαρσεῖτε, κερουχίδες», Θεόκρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεροῦχος (ενν. κάλως)
το σχοινί της κεραίας, της αντένας του ιστιοφόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. κέρας + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κεφαλαιούχος, λεμβούχος].