κερούχος

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

-ο (Α κεροῦχος, -ον, Α θηλ. και κερουχίς, -ίδος)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερούχος
σχοινί ή σύσπαστο μεταξύ κέρατος και στήλης ιστού, για να συγκρατεί το κέρας στη θέση του
αρχ.
1. αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος (α. «αἴξ κεροῦχος», Βαβρ.
β. «αἶγες ἐμοὶ θαρσεῖτε, κερουχίδες», Θεόκρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεροῦχος (ενν. κάλως)
το σχοινί της κεραίας, της αντένας του ιστιοφόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. κέρας + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κεφαλαιούχος, λεμβούχος].