παμφεγγής

Revision as of 13:02, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ές,

   A = παμφαής, S.El.105 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 455] ές, = παμφαής; ἄστρων ῥιπαί, Soph. El. 105; Maneth. 3, 425 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παμφεγγής: -ές, = παμφαής, Σοφ. Ἠλ. 105.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout brillant.
Étymologie: πᾶν, φέγγος.

Greek Monolingual

παμφεγγής, -ές (Α)
παμφαής, λαμπρότατος, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ευ-φεγγής].

Greek Monotonic

παμφεγγής: -ές, = παμφαής, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμφεγγής -ές [πᾶς, φέγγος] allesverlichtend, helder stralend.

Russian (Dvoretsky)

παμφεγγής: ярчайший, ярко светящийся (ἄστρων ῥιπαί Soph.).

Middle Liddell

παμ-φεγγής, ές = παμφαής, Soph.]