ἀκρόσοφος

Revision as of 13:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A high in wisdom, Pi.O.11 (10).19, Lyr.Adesp.93, D.H.Dem.51.

German (Pape)

[Seite 85] hochweise, Pind. Ol. 10, 19; Dion. Hal. Dem. 51; p. bei Plut. Non posse 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόσοφος: -ον, ὁ ἄκρος ἐν σοφίᾳ, ἔξοχος, Πινδ. Ο. 11. 19, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 51.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une sagesse supérieure ; sel. d’autres d’une sagesse superficielle.
Étymologie: ἄκρος, σοφός.

English (Slater)

ἀκρόσοφος
   1 highest in wisdom στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν (O. 11.19)

Spanish (DGE)

-ον
que sobresale en sabiduría στρατός Pi.O.11.19, στόματα Lyr.Adesp.90.1, ἀνήρ D.H.Dem.51.6.

Greek Monolingual

ἀκρόσοφος, -ον (Α)
ο υπερβολικά σοφός, έξοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + σοφός.

Greek Monotonic

ἀκρόσοφος: -ον, ανώτερος σε σοφία, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόσοφος: мудрейший Pind., Plut.

Middle Liddell

high in wisdom, Pind.