wisdom
From LSJ
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
English > Greek (Woodhouse)
substantive
good sense: P. and V. φρόνησις, ἡ, γνώμη, ἡ, νοῦς, ὁ, εὐβουλία, ἡ, τὸ σῶφρον, τὸ σωφρονεῖν, σύνεσις, ἡ. Ar. and P. σωφροσύνη, ἡ.
expediency: P. and V. τὸ συμφέρον.
love wisdom, v.: P. φιλοσοφεῖν.
love of wisdom, subs.: P. φιλοσοφία, ἡ.
loving wisdom, adj.: P. φιλόσοφος.