βομβητής

Revision as of 13:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A buzzing, ἑσμός AP6.236 (Phil.):—fem. βομβ-ήτρια, Νύμφαι Orph.H.51.9.

German (Pape)

[Seite 453] ἑσμός, der summende, Philip. 30 (VI, 236).

Greek (Liddell-Scott)

βομβητής: -οῦ, ὁ, ὁ βομβῶν, Ἀνθ. Π. 6. 236.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
bourdonnant (essaim).
Étymologie: βομβέω.

Spanish (DGE)

-οῦ
zumbón, zumbadorde un enjambre de abejas AP 6.236 (Phil.).

Greek Monolingual

ο (Α βομβητής) βομβώ
νεοελλ.
1. μικρόσωμος φρύνος της Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας
2. ηλεκτρομαγνητική συσκευή που χρησιμοποιείται στην τηλεγραφία και εκπέμπει χαρακτηριστικό ήχο ο οποίος ερμηνεύεται ως μήνυμα
αρχ.
αυτός που παράγει βόμβο.

Greek Monotonic

βομβητής: -οῦ, ὁ (βομβέω), βομβητής, σειρήνα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βομβητής: οῦ adj. m гудящий, жужжащий (ἑσμός Anth.).

Middle Liddell

βομβέω
a hummer, buzzer, Anth.