σειρήνα

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

η / σειρήν, -ῆνος, ΝΑ, και σιρήνα Α
1. μυθ. στον πληθ. οι σειρήνες
μυθικές θηλυκές θεότητες που εικονίζονται με ανθρώπινο κεφάλι και σώμα αρπακτικού πτηνού και οι οποίες ήταν εγκατεστημένες στην είσοδο του πορθμού της Σικελίας και με τη γλυκιά φωνή τους έθελγαν τους ναυτικούς και στη συνέχεια τους παγίδευαν και τους κατασπάραζαν
2. μτφ. γυναίκα που μαγεύει, γόησσα
νεοελλ.
1. μυθ. νύμφη της θάλασσας
2. συσκευή που λειτουργεί με ατμό ή πεπιεσμένο αέρα και παράγει οξύ ήχο μεγάλης έντασης και η οποία χρησιμοποιείται για τη μετάδοση σημάτων συναγερμού σε περίπτωση ατυχημάτων ή σε καιρό πολέμου ή για εκπομπή προειδοποιητικών κ.ά. σημάτων από πλοία ή σιδηροδρόμους και από αστυνομικά ή νοσοκομειακά οχήματα
3. μουσ. είδος αερόφωνου μουσικού οργάνου που αποτελείται από έναν σωλήνα, όπου είναι τοποθετημένα ένα έμβολο και ένας έλικας, με την κίνηση τών οποίων παράγεται ένας ολισθαίνων ήχος
4. γένος υδρόβιων ουροδελών αμφιβίων
αρχ.
1. η γοητεία της ευγλωττίας, της πειστικότητας («ἡ τῶν λόγων σειρὴν καὶ χάρις», Πλούτ.)
2. είδος άγριας μέλισσας ή σφήκας
3. (κατά τον Ησύχ.) μικρό ωδικό πτηνό
4. πιθ. στρουθοκάμηλος
5. ελαφρό ένδυμα («σειρῆνες
oἱ λεπτοὶ καὶ διαφανεῖς χιτῶνες», Ησύχ.)
6. ένας αστερισμός
7. προσωνυμία του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση του τ. με τη λ. σειρά, οπότε οι σειρήνες θα είναι εκείνες που δένουν, σφίγγουν, περικυκλώνουν, και με τη λ. Σείριος «ήλιος, εποχή της μεγάλης ζέστης», οπότε οι σειρήνες πρέπει να θεωρηθούν ως δαίμονες του μεσημεριού που γαληνεύουν την θάλασσα. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για θρακοφρυγικό δάνειο, ενώ, κατ' άλλους, η λ. είναι προελληνικής μεσογειακής προελεύσεως και εμφανίζει επίθημα -ήν, -ῆνος, όπως και άλλες δάνειες λ. (πρβλ. βαλλήν, ἐσσήν). Στη Μυκηναϊκή, τέλος, μαρτυρείται τ. seremo karaore «αυτός που έχει κεφάλι σειρήνας» (για το β' συνθετικό βλ. λ. κάρα, ενώ το α' συνθετικό εμφανίζει έρρινο θ. σε -m-].