συνθηρευτής

Revision as of 13:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = συνθηρατής, X.Cyr.2.4.15, Them.Or.21.254d.

Greek (Liddell-Scott)

συνθηρευτής: -οῦ, = συνθηρατής, συγκυνηγός, Ξεν. Κύρ. 2. 4. 15, Θεμιστ. 254D.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. συνθηρατής.
Étymologie: σύν, θηρεύω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνθηρεύω
συνθηρατής.

Greek Monotonic

συνθηρευτής: -οῦ, ὁ, = συνθηρατής, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θηρευτής -οῦ, ὁ [συνθηρεύω] mede-jager, jachtgenoot.

Middle Liddell

συνθηρευτής, οῦ, ὁ, = συνθηρατής, Xen.] [from συνθηρεύω