φιλόχρηστος
English (LSJ)
ον,
A loving goodness or honesty, X.Mem.2.9.4, D.H.7.62.
German (Pape)
[Seite 1288] das Gute, die Guten liebend, Xen. Mem. 2, 9,4.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόχρηστος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν χρηστότητα ἢ τιμιότητα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 4, Διονύσ. Ἁλ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le bien, la vertu ou les gens de bien.
Étymologie: φίλος, χρηστός.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά την χρηστότητα, την τιμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + χρηστός (πρβλ. μισό-χρηστος, πολύ-χρηστος)].
Greek Monotonic
φῐλόχρηστος: -ον, αυτός που αγαπά την αγαθοσύνη και την ειλικρίνεια, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
φιλόχρηστος: любящий честность, добро или добродетель Xen., Plut.