τιμιότητα
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek Monolingual
η / τιμιότης, -ητος, ΝΑ τίμιος
νεοελλ.
η ιδιότητα και ο χαρακτήρας του τίμιου, εντιμότητα, ευσυνειδησία
αρχ.
1. η ιδιότητα αυτού που γίνεται αντικείμενο τιμής και σεβασμού
2. υλικός πλούτος, πολυτέλεια
3. φρ. «ἡ σὴ τιμιότης»
(τύπος προσφώνησης) η εντιμότητά σας.