χρηστότητα
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
η / χρηστότης, -ητος, ΝΜΑ χρηστός
η ιδιότητα του χρηστού, ηθικότητα, εντιμότητα
μσν.-αρχ.
αγαθότητα ψυχής, καλοσύνη («ἵνα τὴν ὅλην αὐτοῦ χρηστότητα καὶ φιλανθρωπίαν εἰς ἡμᾶς ἐπιδείξηται τοὺς ἁμαρτωλούς», Μιχ. Ατταλ.)
αρχ.
1. μωρία, ανοησία
2. φρ. α) «ἡ σὴ χρηστότης» — τιμητική προσφώνηση επιγρ.
β) «ποιεῖν χρηστότητα» — το να δείχνει κανείς αγαθές διαθέσεις, να έχει καλοσύνη (ΠΔ).