πέρνα

Revision as of 14:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

(late Ep. πτέρνα Batr.37 (s. v. l.)), ης, ἡ,

   A ham, Str.3.4.11, Poll.2.193 (πτέρνα codd.), PSI6.683.33 (ii A. D.), Ath. 14.657e, Edict. Diocl.Aeg.4.8 :—also πέρνη, Hdn.Gr.2.939 (fort.πέρνη). (Borrowed from Lat. perna.)

German (Pape)

[Seite 602] ἡ, der Schinken, lat. perna, Strab., hängt mit πτέρνα zusammen; vgl. Poll. 2, 193.

Greek (Liddell-Scott)

πέρνα: -ης, -ἡ, σχελὶς ὁλόκνημος, «χοιρομέρι», perna, Στράβ. 162, Ἀθήν. 657Ε· ὡσαύτως, πέρνη, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 33. Πρβλ. πτέρνα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
= lat. perna, « jambon ».

Greek Monolingual

και πέρνη και πτέρνα, ἡ, Α
χοιρομέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. perna «χοιρομέρι». Ο τ. πτέρνα, αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ., οφείλεται είτε σε αστεϊσμό είτε σε επίδραση της λ. πτέρνα (πρβλ. πτερνοτρώκτης)].

Greek Monotonic

πέρνα: -ης, ἡ, χοιρομέρι, Λατ. perna, σε Στράβ.

Frisk Etymological English

-ης
Grammatical information: f.
Meaning: ham (Str., pap. IIp, Ath.).
Other forms: through ep. influence resp. mistake of tradition also πτέρνα (Batr., Poll-2, 193).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: Loan from Lat. perna id.; Wackernagel Unt. 195ff. Cf. πτέρνη.

Middle Liddell

πέρνα, ης, ἡ,
a ham, Lat. perna, Strab.