κτενισμός

Revision as of 14:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ὁ,

   A combing, E.El.529 (pl.), Diocl.Fr. 141.

German (Pape)

[Seite 1518] ὁ, das Kämmen, Eur. El. 524 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κτενισμός: ὁ, τὸ κτένισμα, Εὐρ. Ἠλ. 529· ― κτένισμα, τό, Εὐστ. Πονημάτ. 122. 45.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de peigner.
Étymologie: κτενίζω.

Greek Monolingual

κτενισμός, ὁ (Α) κτενίζω
το χτένισμα, η κόμμωση.

Greek Monotonic

κτενισμός: ὁ, χτένισμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κτενισμός: ὁ причесывание, уход за волосами Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτενισμός -οῦ, ὁ [κτενίζω] het kammen.

Middle Liddell

κτενισμός, οῦ,
a combing, Eur.