τριβελής

Revision as of 15:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ές,

   A three-pointed, δόρυ, of the trident, APl.4.215 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβελής: -ές, ὁ ἔχων τρεῖς αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς, τριβελὲς βέλος ἀντὶ τρίαινα Ἀνθ. Πλαν. 215.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à trois pointes.
Étymologie: τρεῖς, βέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει τρεις αιχμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ-βελής].

Greek Monotonic

τρῐβελής: -ές (βέλος), αυτός που έχει τρεις αιχμές, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῐ-βελής, ές βέλος
three-pointed, Anth.