χαλκοπαγής

Revision as of 15:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ές,

   A made of bronze, σάλπιγξ AP6.46 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 1331] ές, von Erz oder Kupfer zusammengefügt, gemacht, σάλπιγξ Antp. Sid. 10 (VI, 46).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπᾰγής: -ές, κατεσκευασμένος ἐκ χαλκοῦ, σάλπιγξ Ἀνθ. Παλατ. 6. 46.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’airain.
Étymologie: χαλκός, πήγνυμι.

Greek Monolingual

-ές, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. δορυ-παγής, ὑδρο-παγής].

Greek Monotonic

χαλκοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοπᾰγής: сделанный из меди (σάλπιγξ Anth.).

Middle Liddell

χαλκο-πᾰγής, ές πήγνυμι
made of brass, Anth.