ἐπιρροφέω

Revision as of 15:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

Ion. -ρῠφέω,

   A swallow besides, ld.Acut.24; take draughts (of an actor), Arist.Pr.948a2; ἐπιρροφεῖν τοῦ ὕδατος Plu.Phoc.9; τῆς κύλικος Ael.NA 14.5; ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγη, τί ἐπιρροφήσομεν; (cf. ἐπιπίνω) Archig. ap. Gal.8.577.    II. swallow greedily, gulp down, Clearch.Com.1; ἐ. ἀγαθοῦ δαίμονος Theopomp.Com.76.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρροφέω: ῥοφῶ προσέτι ἢ μετά τι, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387. Ἀριστ. Προβλ. 27. 3, 4· ἐπιρροφεῖν τοῦ ὕδατος Πλουτ. Φωκ. 9. ΙΙ. ἐπιρροφῶ, ῥοφῶ ἀπλήστως, ἀντίθετον τῷ πίνω, Κλέαρχ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ἀγαθοῦ δαίμονος ἐπιρροφεῖν Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 20 (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 525).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avaler en outre.
Étymologie: ἐπί, ῥοφέω.

Greek Monotonic

ἐπιρροφέω: μέλ. -ήσω, ρουφώ επιπλέον, καταπίνω λαίμαργα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρροφέω: (вслед за тем) отхлебывать, выпивать (τοῦ ὕδατος Plut.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to swallow besides, Plut.