ἁλίτυρος

Revision as of 15:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ὁ,

   A salted cheese, v.l. in AP9.412 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 99] ὁ, Salzkäse, Philodem. 30 (IX, 412).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίτῡρος: ὁ, εἶδος τυροῦ ἁλμυροῦ, Ἀνθ. Π. 9. 412.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fromage salé.
Étymologie: ἅλς², τυρός.

Spanish (DGE)

(ἁλίτῡρος) -ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰλῐ-]
queso salado ἀρτιπαγὴς ἁλίτυρος AP 9.412 (Phld.).

Greek Monolingual

ἁλίτυρος, ο (Α)
αλατισμένο τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + τυρός «τυρί»].

Greek Monotonic

ἁλίτῡρος: ὁ (ἅλς), είδος αλμυρού τυριού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίτῡρος: ὁ соленый сыр Anth.

Middle Liddell

[ἅλς]
a sort of salt-cheese, Anth.