ἀκρωμία

Revision as of 15:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ἡ,

   A point of the shoulder, acromion process, Hp.Art.14: in a horse, withers, X.Eq.1.11, cf. Arist.HA498b30:— ἀκρ-ώμιον, τό, Hp.Art.16, Mochl.5, Arist.HA606a16:

German (Pape)

[Seite 85] ἡ, Schulterknochen, Medic. Beim Pferde Widerroß, Xen. Equ. 1, 11; von anderen Thieren, Arist. H. A. 2, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pointe de l’épaule, crête de l’omoplate ; garrot d’un cheval.
Étymologie: ἄκρος, ὦμος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 anat. acromio Hp.Art.14.
2 de una caballería cruz X.Eq.1.11, Simo Eq.4, Arist.HA 498b30, del toro, Arist.HA 594b14.

Greek Monolingual

ἀκρωμία, η (Α)
1. το ακραίο τμήμα του ώμου, το ακρώμιον
2. (για άλογα) ωμοπλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο)- (Ι) + -ωμία < ὦμος.

Greek Monotonic

ἀκρωμία: ἡ (ὦμος), το άκρο του ώμου (η απόφυση)· λέγεται για άλογο, ωμοπλάτες, πλατάρια, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρωμία: ἡ верхний край лопатки, у лошади загривок, холка Xen., Arst.

Middle Liddell

ὦμος
the point of the shoulder; in a horse, the withers, Xen.