ἀντιπορθέω

Revision as of 16:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A ravage in return, E.Tr.359, Lyc.1398.

German (Pape)

[Seite 259] dagegen zerstören, Eur. Troad. 259 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπορθέω: (πέρθω) πορθῶ, καταστρέφω τι πρὸς ἀντεκδίκησιν, κτενῶ γὰρ αὐτὸν κἀντιποθήσω δόμους Εὐρ. Τρῳ. 359, πρβλ. Λυκόφρ. 1398.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ravager, saccager, dévaster à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, πορθέω.

Spanish (DGE)

saquear a su vez δόμους E.Tr.359, cf. Lyc.1398.

Greek Monotonic

ἀντιπορθέω: μέλ. -ήσω, καταστρέφω ως αντεκδίκηση, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπορθέω: в свою очередь разорять (δύμους Eur.).

Middle Liddell

to ravage in return, Eur.